- θεατροειδης
- θεατροειδήςθεᾱτρο-ειδής2имеющий вид (амфи)театра
(ἥ Ῥόδος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ Ῥόδος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεατροειδής — like a theatre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατροειδής — ές (Α θεατροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου. επίρρ... θεατροειδῶς (Α) 1. θεατρικά, σαν θέατρο 2. ως θεατής στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτο ειδής, ευ ειδής)] … Dictionary of Greek
θεατροειδῆ — θεατροειδής like a theatre neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεατροειδής like a theatre masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεατροειδής like a theatre masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατροειδεῖ — θεατροειδής like a theatre masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεατροειδής like a theatre masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατροειδές — θεατροειδής like a theatre masc/fem voc sg θεατροειδής like a theatre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατροειδοῦς — θεατροειδής like a theatre masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατροειδῶς — θεατροειδής like a theatre adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek